Αρχή / Αρχική Σελίδα / Αναψυκτικά & Παχυσαρκία (ενηλίκων, παιδιών)

Αναψυκτικά & Παχυσαρκία (ενηλίκων, παιδιών)

Συντάκτες κειμένου:

  • Άννα Μωυσίδη, Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, MSc(MedSci) Σακχαρώδης Διαβήτης και Παχυσαρκία
  • Αθανασία Κ. Παπαζαφειροπούλου, Παθολόγος με εξειδίκευση στο Διαβήτη, MSc, PhD
    Επιμελήτρια Α’, Α΄ Παθολογικό & Διαβητολογικό Κέντρο Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά ‘’Τζάνειο’’

 

Ποια τα είδη των αναψυκτικών;

Μιλώντας για αναψυκτικά, ουσιαστικά αναφερόμαστε σε μη αλκοολούχα ποτά τα οποία συνήθως περιέχουν νερό, διοξείδιο του άνθρακα, σάκχαρα ή τεχνητά γλυκαντικά, μέσα οξίνισης, συντηρητικά, χρωστικές, συμπυκνωμένο χυμό φρούτων, ενώ, υπάρχουν και αναψυκτικά που λειτουργούν σαν ενεργειακά ποτά περιέχοντας καφεΐνη, guarana, ταυρίνη ή ginseng, με σκοπό τη βελτίωση της απόδοσης. Ο ουσιαστικός διαχωρισμός μεταξύ των αναψυκτικών γίνεται λόγω της παρουσίας ή της απουσίας ζάχαρης.

Πόση ζάχαρη περιέχουν;

Ένα αναψυκτικό των 350mL, περιέχει περίπου 10 κουταλάκια του γλυκού ζάχαρη (περίπου 40γρ), πράγμα που ξεπερνά κατά πολύ τα επιτρεπόμενα όρια ημερήσιας κατανάλωσης ζάχαρης. Εάν υποθέσουμε ότι κανείς καταναλώνει ένα τέτοιο κουτάκι ημερησίως, αυτό μεταφράζεται στην πρόσληψη περίπου 4 κιλών το μήνα.

Προσφέρουν κάποιο όφελος στην υγεία μας;

Δυστυχώς τα αναψυκτικά δεν έχουν καμία ουσιαστική θρεπτική αξία για τον οργανισμό, πέρα από το να προσδίδουν ενέργεια. Μάλιστα οι διαιτολόγοι όταν αναφέρονται σε αυτά, συνήθως, τα χαρακτηρίζουν ως ‘’κενές’’ θερμίδες.

Mε ποια συχνότητα μπορούμε να τα καταναλώνουμε;

Μπορούμε να τα καταναλώνουμε κατ’ εξαίρεση και όχι σε συστηματική βάση (όπως για παράδειγμα στα πλαίσια μίας εορταστικής εκδήλωσης). Οι συστάσεις αναφέρουν να περιορίσουμε στο ελάχιστο την κατανάλωσή τους ή εάν είναι εφικτό να τα αποκλείσουμε εντελώς από τη διατροφή μας.

Ποια τα ένοχα συστατικά που περιέχουν;

Τα κυριότερα ένοχα συστατικά που περιέχουν είναι σαφώς τα σάκχαρα (γλυκόζη, φρουκτόζη, σουκρόζη), όπου είναι και αυτά που προσδίδουν τελικά την ευχάριστη γεύση. Εάν υποθέσουμε πως η ζάχαρη αποδίδει περίπου 4 θερμίδες ανά γραμμάριο, καταλαβαίνουμε τι αντίκτυπο μπορεί να έχει η κατανάλωση αναψυκτικών στη συνολική ημερήσια θερμιδική πρόσληψη και στον έλεγχο του σωματικού βάρους. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το κιτρικό και το φωσφορικό οξύ, σε συνδυασμό με τα σάκχαρα, δημιουργούν ανεπανόρθωτη ζημιά στα δόντια διότι προκαλούν τερηδόνα. Τέλος, τα συντηρητικά και οι χρωστικές που περιέχουν τα αναψυκτικά είναι εξαιρετικά επιβλαβή για την υγεία καθώς μελέτες δείχνουν ότι μπορεί να έχουν αλλεργιογόνο ή ακόμη και καρκινογόνο δράση.

Ποια τα πλεονεκτήματα κατανάλωσης light αναψυκτικών ή χωρίς καφεΐνη;

Η αυξημένη κατανάλωση αναψυκτικών συνδέεται αυτόματα και με αυξημένη πρόσληψη θερμίδων και σακχάρων, πράγμα που διαταράσσει τον έλεγχο του σωματικού βάρους και τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Στα light αναψυκτικά, η ζάχαρη αντικαθίσταται από μη θερμιδικά γλυκαντικά που έχουν πάρει έγκριση από την ΕΕ όπως είναι η ασπαρτάμη, η ακεσουλφάμη Κ, η σουκραλόζη, η σακχαρίνη και η στέβια. Αυτές οι γλυκαντικές ουσίες (ιδίως η σακχαρίνη) μπορεί να είναι έως και 300 φορές πιο γλυκές από τη ζάχαρη, προσφέροντας ενισχυμένη γεύση και απόλαυση χωρίς να προσλαμβάνουμε περιττές θερμίδες. Σε κάθε περίπτωση, αυτός δεν είναι λόγος να καταφύγουμε στην αλόγιστη κατανάλωση light αναψυκτικών, καθώς, και τα light αναψυκτικά φαίνεται να διεγείρουν την έκκριση της ινσουλίνης από το πάγκρεας, η οποία μη βρίσκοντας διαθέσιμα σάκχαρα να ‘’κάψει’’ προκαλεί υπογλυκαιμία και αίσθημα πείνας άρα πρόσληψη σωματικού βάρους.

Η καφεΐνη είναι ένα συστατικό των αναψυκτικών που προκαλεί άμεση διέγερση του κεντρικού νευρικού συστήματος, πράγμα που μπορεί να συμβάλλει στη μείωση της κόπωσης, στη βελτίωση της συγκέντρωσης, ενώ, είναι γνωστή και για την εργογόνο δράση της. Παρόλα αυτά η συστηματική κατανάλωση καφεΐνης, ακόμη και μέσω των αναψυκτικών, μπορεί να επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα προκαλώντας συμπτώματα όπως: πονοκέφαλος, υπερδιέγερση, στομαχικές διαταραχές ή διαταραχές ύπνου. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως η καφεΐνη προκαλεί αυξημένη διούρηση και αποβολή νατρίου, οπότε πίνοντας αναψυκτικά που περιέχουν καφεΐνη μπορεί να οδηγηθούμε σε αφυδάτωση.

Πως η κατανάλωση αναψυκτικών συνδέεται με την εμφάνιση παιδικής παχυσαρκίας;

Μία χρήσιμη συμβουλή για τους γονείς είναι να μην συστήνουν εξαρχής στα παιδιά τους τα αναψυκτικά, διότι η μεν ζάχαρη που περιέχουν οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην παιδική παχυσαρκία και από την άλλη, η ασυναγώνιστη γλυκύτητα στη γεύση λόγω των τεχνιτών γλυκαντικών κάνει δικαίως τα παιδιά να μην ικανοποιούνται από τροφές με φυσικά σάκχαρα όπως είναι το γάλα και τα φρούτα. Τα παιδιά θα πρέπει να πίνουν όσο το δυνατό περισσότερο νερό ή εναλλακτικά (πιο σπάνια) κάποιο χυμό ή smoothie από φρέσκα φρούτα με σκοπό να προσλάβουν βιταμίνες, ιχνοστοιχεία και φυτικές ίνες.

Για ποιες ομάδες ατόμων αντενδείκνυται η κατανάλωση αναψυκτικών;

Η κατανάλωση αναψυκτικών ενοχοποιείται για την εμφάνιση παχυσαρκίας, σακχαρώδη διαβήτη, οστεοπόρωσης, αρτηριακής υπέρτασης, μεταβολικού συνδρόμου, ηπατικών και γαστρεντερολογικών ζητημάτων, ενώ, αντενδείκνυται εντελώς η χρήση τους στην εγκυμοσύνη. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό, πόσο μεγάλο μέρος του πληθυσμού επιβάλλεται να τα αποφεύγει. Σε κάθε περίπτωση η κατανάλωση light αναψυκτικών δεν είναι πανάκεια, καθώς, τα γλυκαντικά θα πρέπει να καταναλώνονται βάση της συνηστώμενης ημερήσιας πρόσληψης όπως ορίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται στη χρήση της ασπαρτάμης από άτομα με φαινυλκετονουρία, διότι πρόκειται για πηγή φαινυλαλανίνης την οποία πρέπει να αποφεύγουν.

 

Βιβλιογραφία:

  • Fazeenah A. A Literary Review On Potential Health Risks Of “Soft Drinks”. (2023). Journal of Namibian Studies : History Politics Culture35, 4246-4263.
  • Kregiel D. Health safety of soft drinks: contents, containers, and microorganisms. Biomed Res Int. 2015;2015:128697.
  • Scharf RJ, DeBoer MD. Sugar-Sweetened Beverages and Children’s Health. Annu Rev Public Health. 2016;37:273-93.
  • Tahmassebi JF, BaniHani A. Impact of soft drinks to health and economy: a critical review. Eur Arch Paediatr Dent. 2020 Feb;21(1):109-117.

 

Top