Αρχή / Βιβλιογραφική Ενημέρωση / Από του στόματος Υπογλυκαιμικοί Παράγοντες έναντι Ινσουλίνης για τον Διαβήτη Κύησης: Μια Τυχαιοποιημένη Κλινική Δοκιμή

Από του στόματος Υπογλυκαιμικοί Παράγοντες έναντι Ινσουλίνης για τον Διαβήτη Κύησης: Μια Τυχαιοποιημένη Κλινική Δοκιμή

Rademaker, Doortje et al. “Oral Glucose-Lowering Agents vs Insulin for Gestational Diabetes: A Randomized Clinical Trial.” JAMA, 10.1001/jama.2024.23410. 6 Jan. 2025, doi:10.1001/jama.2024.23410

Σημασία: Η μονοθεραπεία με μετφορμίνη και γλιμπουρίδη χρησιμοποιείται ως εναλλακτική της ινσουλίνης στη διαχείριση του διαβήτη κύησης. Ωστόσο, παραμένει άγνωστο εάν μια στρατηγική διαδοχικής χορήγησης αυτών των από του στόματος παραγόντων οδηγεί σε μη κατώτερα περιγεννητικά αποτελέσματα σε σύγκριση με την αποκλειστική χρήση ινσουλίνης.

Σκοπός: Διερεύνηση του κατά πόσον η στρατηγική θεραπείας με από του στόματος υπογλυκαιμικούς παράγοντες είναι μη κατώτερη από την ινσουλίνη στην πρόληψη της γέννησης βρεφών μεγάλων για την ηλικία κύησης.

Σχεδιασμός και Συμμετέχουσες: Τυχαιοποιημένη, ανοιχτή δοκιμή μη κατωτερότητας που διεξήχθη σε 25 κέντρα στην Ολλανδία από τον Ιούνιο του 2016 έως τον Νοέμβριο του 2022, με την παρακολούθηση να ολοκληρώνεται τον Μάιο του 2023. Η μελέτη περιέλαβε 820 γυναίκες με διαβήτη της κύησης και μονήρεις κυήσεις μεταξύ της 16ης και της 34ης εβδομάδας κύησης που παρουσίαζαν ανεπαρκή γλυκαιμικό έλεγχο μετά από 2 εβδομάδες διατροφικών αλλαγών (οριζόμενος ως γλυκόζη νηστείας >95 mg/dL [>5,3 mmol/L], γλυκόζη μεταγευματική 1 ώρας >140 mg/dL [>7,8 mmol/L] ή γλυκόζη μεταγευματική 2 ωρών >120 mg/dL [>6,7 mmol/L], όπως μετρήθηκε με αυτοέλεγχο γλυκόζης τριχοειδικού αίματος).

Παρεμβάσεις: Οι συμμετέχουσες τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν μετφορμίνη (ξεκινώντας με δόση 500 mg μία φορά την ημέρα και αύξηση κάθε 3 ημέρες σε 1000 mg δύο φορές την ημέρα ή στη μέγιστη ανεκτή δόση, n = 409) ή ινσουλίνη (συνταγογραφούμενη σύμφωνα με την τοπική πρακτική, n = 411). Η γλιβουρίδη προστέθηκε στη μετφορμίνη, και στη συνέχεια η ινσουλίνη αντικατέστησε τη γλιμπουρίδη, εάν χρειάστηκε, για την επίτευξη στόχων γλυκόζης.

Αποτελέσματα: Το πρωταρχικό καταληκτικό σημείο ήταν η διαφορά μεταξύ των ομάδων στο ποσοστό των βρεφών που γεννήθηκαν μεγάλα για την ηλικία κύησης (βάρος γέννησης >90η εκατοστιαία θέση βάσει ηλικίας κύησης και φύλου). Τα δευτερεύοντα σημεία ήταν: μητρική υπογλυκαιμία, καισαρική τομή, υπέρταση κύησης, προεκλαμψία, αύξηση βάρους μητέρας, πρόωρος τοκετός, τραύμα γέννησης, υπογλυκαιμία νεογνών, νεογνική  υπερχολερυθριναιμία και εισαγωγή σε μονάδα εντατικής θεραπείας νεογνών.

Αποτελέσματα: Η μέση ηλικία των γυναικών που έλαβαν μέρος στην μελέτη ήταν 33,2 (ΤΑ, 4,7) έτη. Στις συμμετέχουσες που τυχαιοποιήθηκαν σε από του στόματος παράγοντες, το 79% (n = 320) διατήρησε γλυκαιμικό έλεγχο χωρίς ινσουλίνη. Με από του στόματος παράγοντες, το 23,9% των βρεφών (n = 97) ήταν μεγάλα για την ηλικία κύησης έναντι 19,9% (n = 79) με την ινσουλίνη (απόλυτη διαφορά κινδύνου, 4,0%; 95% CI: −1,7% έως 9,8%; P = .09 για μη κατωτερότητα), με το διάστημα εμπιστοσύνης της διαφοράς κινδύνου να υπερβαίνει το απόλυτο όριο μη κατωτερότητας του 8%. Η μητρική υπογλυκαιμία καταγράφηκε στο 20,9% με από του στόματος υπογλυκαιμικούς παράγοντες και στο 10,9% με ινσουλίνη (απόλυτη διαφορά κινδύνου, 10,0%; 95% CI: 3,7%-21,2%). Όλα τα άλλα δευτερεύοντα αποτελέσματα δεν διέφεραν μεταξύ των ομάδων.

Συμπεράσματα: Η θεραπεία του διαβήτη κύησης με μετφορμίνη και επιπλέον γλιμπουρίδη, εάν χρειαστεί, δεν πληρούσε τα κριτήρια μη κατωτερότητας σε σύγκριση με την ινσουλίνη όσον αφορά το ποσοστό των βρεφών που γεννήθηκαν μεγάλα για την ηλικία κύησης.

 

Επιμέλεια: Εμμανουήλ Κόρακας

Top