Relation between fasting glucose and retinopathy for diagnosis of diabetes: three population-based cross-sectional studies
Tien Y Wong, Gerald Liew, Robyn J Tapp, Maria Inκs Schmidt, Jie Jin Wang, Paul Mitchell, Ronald Klein, Barbara E K Klein, Paul Zimmet,Jonathan Shaw
Lancet 2008; 371: 736–43
Yπεύθυνη επιλογής και προώθησης: Αναστασία Θανοπούλου
Στην εισαγωγή οι συγγραφείς αναφέρουν ότι τα κριτήρια που έχουν θεσπίσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία για τη διάγνωση του διαβήτη προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός γλυκαιμικού «ουδού» με υψηλή ευαισθησία για τη αναγνώριση της αμφιβληστροειδοπάαθειας. Παρ’ όλα αυτά η υπόθεση βασίζεται σε δεδομένα τριών παλαιότερων μελετών, οι οποίες είχαν σημαντικούς περιορισμούς όσον αφορά στη διάγνωση της αμφιβληστροειδοπάθειας. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν: α) η παροχή νέων δεδομένων για τη σχέση μεταξύ γλυκόζης πλάσματος νηστείας (Fasting plasma glucose FPG) και αμφιβληστροειδοπάθειας και β) η εκτίμηση της διαγνωστικής ακρίβειας των τρεχόντων ορίων για τις τιμές FPG όσον αφορά στην ικανότητά τους να identifying τον επιπολασμό και την επίπτωση της αμφιβληστροειδοπάθειας. Για το σκοπό αυτό οι συγγραφείς εξέτασαν τα δεδομένα από τρεις συγχρονικές μελέτες που αφορούσαν τρεις πληθυσμούς ενηλίκων: τα δεδομένα από τη μελέτη Blue Mountains Eye Study (BMES, n=3162), από τη μελέτη Australian Diabetes, Obesity and Lifestyle Study (AusDiab, n=2182) και από τη μελέτη Multi-Ethnic Study of Atherosclerosis (MESA, n=6079). Οι δύο πρώτες μελέτες διεξήχθησαν στην Αυστραλία και η Τρίτη στις ΗΠΑ. Η αμφιβληστροειδοπάθεια διαγνώστηκε με βάση πολλαπλές φωτογραφίες βυθού για κάθε μάτι, οι οποίες βαθμολογήθηκαν με βάση το τροποποιημένο Airlie House Classification system. Οι συγκεντρώσεις γλυκόζης πλάσματος μετρήθηκαν από δείγματα φλεβικού αίματος νηστείας.
Αποτελέσματα: Ο συνολικός επιπολασμός αμφιβληστροειδοπάθειας ήταν 11•5% στη μελέτη BMES (95% CI 10•4–12•6%), 9•6% στην AusDiab (8•4–10•9), και 15•8% στη MESA (14•9–16•7). Παρ’ όλα αυτά δεν βρέθηκαν ενδείξεις ύπαρξης ενιαίου ορίου για τις τιμές γλυκόζης που να ανιχνεύει τον επιπολασμό και την επίπτωση της αμφιβληστροειδοπάθειας. Αντίθετα οι αναλύσεις ανέδειξαν μία συνεχή-γραμμική συσχέτιση. Τα ευρύτατα χρησιμοποιούμενα όρια των >126 mg% είχαν ευαισθησία 40% (όρια 14•8–39•1) για την ανίχνευση της αμφιβληστροειδοπάθειας με ειδικότητα μεταξύ 80•8% και 95•8%. Η επιφάνεια υπό τις καμπύλες ROC για FPG και αμφιβληστροειδοπάθεια ήταν χαμηλή και κυμαινόταν από 0•56 έως 0•61.
Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν βρέθηκαν ενδείξεις ύπαρξης ενός διακριτού και σταθερά επαναλαμβανομένου-εμφανιζόμενου ενιαίου ορίου για τις τιμές γλυκόζης που να ανιχνεύει τον επιπολασμό και την επίπτωση της αμφιβληστροειδοπάθειας σε διαφορετικούς πληθυσμούς. Το όριο των 126mg% που χρησιμοποιείται για τη διάγνωση του διαβήτη δεν ξεχώριζε με ακρίβεια τα άτομα που εμφάνιζαν αμφιβληστροειδοπάθεια από αυτά που δεν εμφάνιζαν. Αυτά τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι τα κριτήρια για τη διάγνωση του διαβήτη μπορεί να χρειάζονται επανεκτίμηση.
Σχόλιο του μεταφραστή: Η μελέτη δεν προτείνει νέα, χαμηλότερα όρια για τη διάγνωση του διαβήτη. Παραθέτει απλώς ότι μια, ακριβέστερης της απλής φωτογράφησης του βυθού, διαγνωστική μέθοδος της αμφιβληστροειδοπάθειας ανέδειξε την επιπλοκή αυτή σε άτομα με τιμές γλυκόζης νηστείας μικρότερες των 126mg%. Το εύρημα αυτό χρειάζεται επιβεβαίωση και με άλλες μελέτες, καθώς και με μελέτες που να αφορούν και άλλες επιπλοκές του διαβήτη με έμφαση στις ειδικές του διαβήτη επιπλοκές (πχ διαβητική νεφροπάθεια).